🇬🇷 el en 🇬🇧

σύνθετη πρόταση

compound sentence
  • (λογική) η λογική πρόταση που προκύπτει από μία ή δύο άλλες προτάσεις, με την χρήση μοναδιαίου ή δυαδικού λογικού τελεστή (λογικό συνδετικό) αντίστοιχα
compound proposition
Wiktionary Links